- ευθυλόγος
- εὐθυλόγος, -ον (Α)ο ευθυεπής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ-* + -λόγος < λέγω (πρβλ. ακριβο-λόγος, ετυμο-λόγος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
ευθυλογία — εὐθυλογία, ἡ (Α) [ευθυλόγος] η ευθυέπεια … Dictionary of Greek
ευθυλογώ — εὐθυλογῶ, έω (Α) [ευθυλόγος] μιλάω με ευθύτητα, με παρρησία … Dictionary of Greek
ՈՒՂՂԱԽՕՍ — (ի, աց.) NBH 2 0546 Chronological Sequence: 12c, 13c ա. εὑθυλόγος recte loquens. Ուղղաբան. ճշմարտախօս. արդարախօս. *Ուղղախօսն փրկի ի զրպարտողացն: Գիտնական, եւ ուղղախօս ճշմարտաբան. Լմբ. առակ.: Երզն. ոտ. երկն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)